- οροβάδων
- ὀροβάδων (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεβρῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρο- (βλ. λ. όρος [II]) + -βάς, -άδος (< βαίνω), πρβλ. εμ-βάς, οροι-βάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οροιβάδες — ὀρειβάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ αἶγες». [ΕΤΥΜΟΛ. < οροι (βλ. λ. όρος [II]) + βάς, βάδος (< βαίνω) βλ. και λ. οροβάδων] … Dictionary of Greek